μαντίλι

μαντίλι
(Μ μανδήλιον και μανδήλιν και μαντήλιον)
1. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο κεφάλι ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως εξάρτημα τής αμφίεσης
2. μικρό τετράγωνο ύφασμα για το καθάρισμα τού προσώπου, ιδίως τής μύτης, χειρομάντιλο
νεοελλ.
φρ. «τό 'δεσε μαντίλι» — θεωρεί σίγουρη την υπόσχεση που τού δόθηκε
μσν.
1. πετσέτα, προσόψιο χεριών, φαγητού
2. φρ. «ἅγιον μανδήλιον» — το ύφασμα πάνω στο οποίο αποτυπώθηκε, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, το πρόσωπο τού Ιησού, όταν ο Χριστός πορευόταν προς τον Γολγοθά και ζήτησε να σκουπίσει τον ιδρώτα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mantelium και mantilium. Η γραφή τής λ. μαντίλι με -ι αντί -η- ως κανονική απόδοση τού λατ. mantilium ή ως απλούστερη γραφή τού λατ. mantelium. Η μσν. γραφή με -η- αποτελεί προσπάθεια πιστής μεταγραφής τού λατ. ē (mantelium), που δεν δεσμεύει -ως νεώτερη γραφή- την ορθογραφία τής λ. (πρβλ. και πρίγκιπας όχι πρίγκηπας, δικτάτορας όχι δικτάτωρας κ.ά.). Η γραφή τών καντηλι / καντήλα (μολονότι από λατ. candela) με -η- διατηρήθηκε διότι ήταν ήδη αρχαία (μεταγενέστερη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαντίλι — το 1. μικρό τετράγωνο ύφασμα που χρησιμεύει στο καθάρισμα της μύτης. 2. μεγάλο μονόχρωμο ή χρωματιστό ύφασμα για κάλυμμα του κεφαλιού των γυναικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαντιλώνω — [μαντίλι] καλύπτω το κεφάλι κάποιου με μαντίλι, μαντιλοδένω …   Dictionary of Greek

  • μαντίλα — η (Μ μανδήλα και μαντήλα) 1. μεγάλο μαντίλι 2. τραπεζομάντιλο νεοελλ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών, τσεμπέρι, κεφαλοπάνι 2. το ύφασμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα 3. η μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή που κρέμεται κάτω από τον λαιμό… …   Dictionary of Greek

  • Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια …   Dictionary of Greek

  • αμαντίλωτος — και αμανδίλωτος, η, ο αυτός που δεν έχει το κεφάλι του σκεπασμένο με μαντίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμαντίλωτος < μαντιλώνω < μαντίλι] …   Dictionary of Greek

  • καλαματιανός — Ελληνικός χορός, ίσως ο δημοφιλέστερος, πιθανόν εξαιτίας του κεφάτου ρυθμού και των απλών βημάτων του. Αρχικά ο κ. αποτελούσε τον δεύτερο τύπο ενός επίσης πολύ δημοφιλούς ελληνικού χορού, του συρτού. Ο πρώτος συρτός ακολουθούσε το μέτρο των 8/8… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόμακτρον — κεφαλόμακτρον, τὸ (Α) μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + μάκτρον «μαντίλι»), πρβλ. ποδό μακτρον, χειρό μακτρον] …   Dictionary of Greek

  • μαντιλοδεμένος — η, ο αυτός που έχει δέσει μαντίλι στο κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + δεμένος (πρβλ. αλυσο δεμένος)] …   Dictionary of Greek

  • μαντιλούσα — η 1. γυναίκα που φορά στο κεφάλι μαντίλι 2. επίθετο τής Παναγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθομαλλ ούσα, σαρανταποδαρούσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”